τρεπόσπειρα

τρεπόσπειρα
και τρεποσπείρα και πιθ. εσφ. τ. τρυποσπείρα, η, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γαστερόποδων μαλακίων το οποίο έζησε από το δεβόνιο ώς το πενσυλβάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trepospira (< τρέπω + σπείρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρυποσπείρα — η, Ν (παλαιοντ.) βλ. τρεπόσπειρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”